ἀναπήρων

ἀναπήρων
ἀνάπηρος
maimed
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έκθεση — η 1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα. 2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Eleones — Eleones, meaning in Greek olive groves, is a neighbourhood of Pylea, Greece, a suburb of Thessaloniki. It is a beautiful setting bordering the forest. Several private schools as well as many residencies are built in that location.The Greek… …   Wikipedia

  • Party sto 13o orofo — Infobox Album Name = Party sto 13o orofo Artist = Trypes Longtype = LP, MC Type = studio Released = 1990 Recorded = Genre = Rock Duration = 30:31 Label = Virgin Records Chronology = Trypes GR Last album = Trypes (1985) This album = Party sto 13o… …   Wikipedia

  • Yannis Varveris — Infobox Writer name = Yannis Varveris imagesize = caption = birthdate = 1955 birthplace= nationality=Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet, critic, translator genre = period =1975 ndash; influences = influenced =… …   Wikipedia

  • Зоис, Антониос — Антониос Зоис (греч. Αντωνιος Ζωης, ?  1941)  македономах, то есть борец за Воссоединение Македонии с Грецией. Биография Антониос Зоис родился в конце XIX века в городе Монастир. 23 Апреля 1903 г., в день Святого Георгия, в… …   Википедия

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβέρης, Γιάννης — (Αθήνα 1955 ). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος και στη συνέχεια ως υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”